- πέλεκυς
- Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών.
1. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1850 στην Κεφαλονιά.
2. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1876 στη Σάμο.
3. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1881 στην Κεφαλονιά.
4. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1883 στον Τύρναβο.
5. Σατιρική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1879 στην Αθήνα.
6. Σατιρική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1892 στο Κάιρο.
* * *-έκεως, ο, ΝΜΑ, ιων. γεν. -εος, σπαν. και -υος, Ακοφτερό εργαλείο το οποίο αποτελείται από μεταλλική σφηνοειδή λεπίδα ακονισμένη στο ένα άκρο ή και στα δύο άκρα και προσαρμοσμένη σε στειλιάρι, σε μακρύ ξύλο, το τσεκούρι (α. «ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσὶν ἔχοντες», Ομ. Ιλ.β. «οὐ δόρασι μάχεσθαι ἀλλὰ καὶ πελέκεσι», Ηρόδ.)νεοελλ.φρ. «ο πέλεκυς τής δικαιοσύνης» — η τιμωρός δύναμη τής δικαιοσύνηςαρχ.1. μτφ. σύμβολο τού άκαμπτου χαρακτήρα («αἰεί τοι κραδίη πέλεκυς ὥς ἐστιν ἀτειρής», Ομ. Ιλ.)2. γεωμετρικό σχήμα που μοιάζει με διπλό πέλεκυ3. πιθ. είδος νομίσματος τής Κύπρου4. φρ. «ἀσκὸς πέλεκυς» — φράση που λεγόταν σε κάποιο παιχνίδι5. παροιμ. «Τενέδιος πέ λεκυς» — λεγόταν για αμερόληπτη και αυστηρή απονομή δικαιοσύνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής αντιστοιχία τού τ. πέλεκυς με το αρχ. ινδ. paraśu- «πέλεκυς» και η απουσία από την Ινδοευρωπαϊκή αντίστοιχου τ. οδηγούν στην υπόθεση ότι οι τ. είναι παράλληλα δάνεια από μια γλώσσα μη Ινδοευρωπαϊκή, πιθ. την Ακκαδική (πρβλ. ακκαδ. pilakku). Η αναγωγή, ωστόσο, τών τ. στο ακκαδ. pilakku παρουσιάζει σημασιολογικό πρόβλημα, αφού ο ακκαδ. τ. δεν σημαίνει «πέλεκυς» αλλά «άτρακτος, αδράχτι»].
Dictionary of Greek. 2013.